χρυσαλίδα

χρυσαλίδα
Νύμφη των λεπιδόπτερων, που ονομάστηκε έτσι γιατί μερικά είδη της φέρουν στίγματα και βούλες χρυσές. Αντιπροσωπεύει το ενδιάμεσο σε αδράνεια στάδιο της ανάπτυξης των ολομετάβολων εντόμων, δηλαδή αυτών που έχουν πλήρη μεταμόρφωση. Εκτός από τα λίγο εξελιγμένα λεπιδόπτερα, η χ. είναι μια επικεκαλυμμένη νύμφη, έχει δηλαδή τις αποφύσεις εξ ολοκλήρου τυλιγμένες από την επιδερμίδα όπως η μούμια αντί ελεύθερες, όπως σε μεγάλο μέρος των κολεόπτερων. Η χ. προέρχεται από τη μεταμόρφωση της κάμπιας, όταν φτάσει το τελευταίο στάδιο και είναι ώριμη για τη μεταμόρφωση. Η κάμπια τότε υφαίνει ένα βομβύκιο ή, όπως στις ημερόβιες πεταλούδες, στερεώνεται με λίγο μετάξι σε ένα στήριγμα και μεταμορφώνεται σε χ. Στο στάδιο αυτό μερικά προνυμφικά όργανα, όπως ο πεπτικός σωλήνας, δέχονται βαθιές μεταμορφώσεις· άλλα, όπως το νευρικό σύστημα, μικρότερες τροποποιήσεις· τα σαρκώδη, υπογάστρια πόδια εξαφανίζονται ολοκληρωτικά και άλλα ακόμα όργανα, όπως τα γεννητικά, αναπτύσσονται πλήρως· άλλα τέλος, όπως οι φτερούγες, εμφανίζονται για πρώτη φορά. Κατά το τέλος της οργανικής αυτής ανακαίνισης, το ακμαίο έντομο είναι έτοιμο να βγει από τη χ. Το περίβλημά της σχίζεται και η πεταλούδα βγαίνει στον ανοιχτό αέρα, ξεδιπλώνει τις φτερούγες της και ετοιμάζεται για την πτήση. Αν η χ. ήταν κλεισμένη στο βομβύκιο, η πεταλούδα μαλακώνει τα μετάξινα νήματα με ένα ειδικό αλκαλικό έκκριμα και τα διαστέλλει για να ανοίξει δίοδο. Η χρυσαλίδα είναι ενδιάμεση φάση ανάπτυξης στα έντομα που μεταμορφώνονται τελείως. Χρυσαλίδα πεταλούδας του γένους αγρότης. Χρυσαλίδα πεταλούδας του είδους πιερίδα του λάχανου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υλιστικός — ή, ό / ὑλιστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, ματεριαλιστικός («υλιστική θεωρία») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλιστικόν οτιδήποτε ανήκει στον υλιστήρα. επίρρ... υλιστικώς και υλιστικά Ν σύμφωνα με τη… …   Dictionary of Greek

  • βόμβυκας — Η συστηματική ζωολογία αποδίδει την ονομασία αυτή μόνο στον β. της μουριάς ή σηρικό,δηλαδή στην πεταλούδα (το ενήλικο έντομο) του μεταξοσκώληκα (προνύμφη, κοινώς κάμπια). Επικράτησε όμως να χαρακτηρίζονται β. όλα τα λεπιδόπτερα, των οποίων οι… …   Dictionary of Greek

  • θαυματοποία — Γένος λεπιδοπτέρων εντόμων της οικογένειας των θαυματοποιιδών. Οι κάμπιες τους, όταν αναζητούν την τροφή τους, συνηθίζουν να μετακινούνται σχηματίζοντας μακρές γραμμές. Αυτή η οικογένεια είναι διαδεδομένη σε ολόκληρο τον κόσμο και ειδικότερα στις …   Dictionary of Greek

  • ιχνευμονίδες — (ichneumonidae).Οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη –τα περισσότερα από κάθε άλλη οικογένεια υμενοπτέρων–, διαδεδομένα στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Το σώμα τους, του οποίου το χρώμα και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”